χραίσμω

χραίσμω
χραισμέω
ward off
aor subj act 1st sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χραισμώ — έω, Α (επικ. τ.) 1. απομακρύνω, αποκρούω κάτι το ολέθριο, το καταστρεπτικό για κάποιον («τῶν οὔ τις δύναται χραισμῆσαι ὄλεθρον», Ομ. Ιλ.) 2. προστατεύω 3. παρέχω βοήθεια, ωφελώ («καὶ γὰρ σοι ποταμός γε πάρα μέγας, εἰ δύναται τι χραισμεῑν», Ομ. Ιλ …   Dictionary of Greek

  • χραισμῶ — χραισμέω ward off pres subj act 1st sg (attic epic doric) χραισμέω ward off pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χραίσμη — ἡ, Α προστασία ή βοήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. χραισμῶ*] …   Dictionary of Greek

  • χραίσμημα — ήματος, τὸ, ΜΑ [χραισμῶ] χραισμήϊον* …   Dictionary of Greek

  • χραίσμησις — ήσεως, ἡ, Α [χραισμῶ] χραίσμη* …   Dictionary of Greek

  • χραισμήτωρ — ορος, ὁ, ΜΑ 1. βοηθός, προστάτης, υπερασπιστής 2. εκκλ. προσωνυμία τού Ιησού Χριστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χραισμῶ «προστατεύω, βοηθώ» + κατάλ. τωρ (πρβλ. γεννή τωρ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”